σκεπάρνισμα

σκεπάρνισμα
το
πελέκημα ξύλου με σκεπάρνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκεπάρνισμα — το, Ν [σκεπαρνίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπαρνίζω, η κατεργασία, το πελέκημα τού ξύλου με σκεπάρνι 2. στον πληθ. τα σκεπαρνίσματα τα κομμάτια ξύλου που αποσπώνται κατά την κατεργασία με το σκεπάρνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”